- αντωνυμικός
- -ή, -ό (Α ἀντωνυμικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αντωνυμίανεοελλ.ο παραγόμενος από αντωνυμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντωνυμικός — ή, ό αυτός που ανήκει στην αντωνυμία ή παράγεται από αντωνυμία: Στη νεοελληνική γλώσσα έχουμε αντωνυμικά επιρρήματα (π.χ. πού, πώς, αλλού, παντού κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντωνυμικά — ἀντωνυμικός pronominal neut nom/voc/acc pl ἀντωνυμικά̱ , ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc/acc dual ἀντωνυμικά̱ , ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμικόν — ἀντωνυμικός pronominal masc acc sg ἀντωνυμικός pronominal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμικαί — ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμικοῖς — ἀντωνυμικός pronominal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμικοῦ — ἀντωνυμικός pronominal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμικῆς — ἀντωνυμικός pronominal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμικῇ — ἀντωνυμικός pronominal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμική — ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωνυμικήν — ἀντωνυμικός pronominal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)